μιλτοπάρηος

μιλτοπάρηος
μιλτο-πάρηος, ον, ([etym.] παρειά)
A red-cheeked, epith. of ships, which had their bows painted red, Il.2.637, Od.9.125: Com., τρίγλη μ. Machoap.Ath.3.135b; also of a stone, Orph.L.615; of plains, Opp. C.3.509.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μιλτοπάρηος — μιλτοπάρηος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ερυθρές παρειές, κόκκινα μάγουλα 2. (για πλοίο) αυτός που είναι βαμμένος και στις δύο πλευρές τής πρύμνης και τής πρώρας με μίλτο («τῷ δ ἅμα νῆες ἕποντο δυώδεκα μιλτοπάρῃοι», Ομ. Ιλ.) 3. αυτός που έχει το… …   Dictionary of Greek

  • μιλτοπάρηος — red cheeked masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιλτοπάρῃος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιλτοπάρῃον — μιλτοπάρῃος masc/fem acc sg μιλτοπάρῃος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιλτοπαρῄους — μιλτοπάρῃος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιλτοπαρῄων — μιλτοπάρῃος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιλτοπαρῄῳ — μιλτοπάρῃος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιλτοπαρήιος — μιλτοπάρῃος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιλτοπαρήῳ — μιλτοπάρηος red cheeked masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιλτοπάρῃε — μιλτοπάρῃος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιλτοπάρῃοι — μιλτοπάρῃος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”